- παραδουλεύτρα
- ηη γυναίκα που εργάζεται στα σπίτια με μεροκάματο: Η παραδουλεύτρα έρχεται κάθε Τετάρτη στο σπίτι μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραδουλεύτρα — η βλ. παραδουλευτής … Dictionary of Greek
παραδουλευτής — ο, θηλ. παραδουλεύτρα [παραδουλεύω] 1. αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες 2. (κυρίως το θηλ.) η παραδουλεύτρα γυναίκα που βοηθά στις δουλειές τού σπιτιού, ευκαιριακή υπηρέτρια … Dictionary of Greek
ευτρεπιστής — ο, θηλ. ευτρεπίστρια (Α εὐτρεπιστής) [ευτρεπίζω] αυτός που ευτρεπίζει, που τακτοποιεί, που παρασκευάζει, ο ευπρεπιστής νεοελλ. η ευτρεπίστρια η γυναίκα που έχει ως επάγγελμα τον ευτρεπισμό, το συγύρισμα, τον καθαρισμό σπιτιών, γραφείων,… … Dictionary of Greek
ξενοδουλευτής — ο, θηλ. ξενοδουλεύτρα [ξενοδουλεύω] 1. αυτός που ξενοδουλεύει, που ζει από την εργασία του σε ξένους εργοδότες 2. το θηλ. γυναίκα που προσφέρει με αμοιβή την εργασία της σε ξένα σπίτια, παραδουλεύτρα … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραδουλεύω — 1. δουλεύω πάρα πολύ 2. προσφέρω υπηρεσία ως παραδουλεύτρα … Dictionary of Greek
παραδουλεύω — παραδούλεψα, παραδουλεύτηκα, παραδουλεμένος 1. δουλεύω περισσότερο από το κανονικό: Το φετινό καλοκαίρι παραδούλεψα και αρρώστησα. – Το μηχάνημα είναι παραδουλεμένο και δεν αξίζει την τιμή που ζητάτε. 2. δουλεύω σε ξένα σπίτια με μεροκάματο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)